απόξεση

απόξεση
Χειρουργική επέμβαση. Αποβλέπει στην αποκόλληση κομματιών του ενδομητρίου, που αποτελεί την εσωτερική επιφάνεια της μητρικής κοιλότητας και στην αφαίρεσή τους για να εξεταστούν με μικροσκόπιο (βιοψία). Η επέμβαση πραγματοποιείται ύστερα από γενική αναισθησία, με ένα ειδικό μεταλλικό όργανο, το ξέστρο, που εισάγεται στη μητρική κοιλότητα από τον κόλπο έπειτα από διαστολή του τραχήλου της.
* * *
η (Α ἀπόξεσις) [αποξέω]
αφαίρεση με ξύσιμο, ξύσιμο, λείανση
νεοελλ.
αφαίρεση υλικού από φυσιολογικές (π.χ. μήτρα) ή παθολογικές κοιλότητες (π.χ. συρίγγιο) του σώματος με ειδικό όργανο (ξέστρο) για διαγνωστικούς ή θεραπευτικούς λόγους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • απόξεση — απόξεση, η και απόξυση, η (ιατρ.), χειρουργική επέμβαση με την οποία αφαιρούνται με ξύσιμο βλαμμένα μέρη στην επιφάνεια διαφόρων οργάνων του σώματος: Του έκαναν απόξεση οστού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀποξέσῃ — ἀποξέσηι , ἀπόξεσις smoothing fem dat sg (epic) ἀποξέω cut off aor subj mid 2nd sg ἀποξέω cut off aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξέσμα — το (Α ξέσμα) αυτό που αφαιρείται με απόξεση, με ξύσιμο, ξύσμα, απόξεσμα, περίτριμμα αρχ. 1. το αποτέλεσμα τού ξέω, αυτό που λειάνθηκε 2. (κατά τον Ησύχ.) «ξόανον» 3. αμυχή, χαραγή 4. η λιθογλυφία 5. απόξεση 6. μτφ. α) οργή, ερεθισμός β) πρόκληση …   Dictionary of Greek

  • προσαποξέω — Α 1. αφαιρώ κάτι με απόξεση 2. μτφ. εξαλείφω κάτι επί πλέον («τὴν τυραννοκτονίαν τῆς πόλεως προσαπέξεσε», Λιβάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀποξέω «αφαιρώ με απόξεση, αφαιρώ τελείως»] …   Dictionary of Greek

  • άμβλωση — Η διακοπή της εγκυμοσύνης, που συνίσταται στην αποβολή του εμβρύου πριν από την πάροδο 28 εβδομάδων, οπότε το έμβρυο είναι πλέον βιώσιμο. Η ά. μπορεί να γίνει αυτόματα ή να προκληθεί τεχνητά. Η αυτόματη ά. συμβαίνει χωρίς την επέμβαση της ίδιας… …   Dictionary of Greek

  • αποξέω — (AM ἀποξέω) [ξέω] αφαιρώ με απόξεση μσν. καθιστώ στιλπνό, γυαλίζω αρχ. αφαιρώ τελείως …   Dictionary of Greek

  • διάβρωση — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωλογία και, υπό ευρεία έννοια, αναφέρεται στο σύνολο των διεργασιών που προκαλούν διάφοροι φυσικοί παράγοντες, με αποτέλεσμα την αργή αλλά συνεχή αποσύνδεση και αποκομιδή, λιγότερο ή περισσότερο έντονη κατά τόπους,… …   Dictionary of Greek

  • διήθηση — Διαδικασία διαχωρισμού στοιχείων που διαφέρουν μεταξύ τους ως προς κάποια ιδιαίτερη ιδιότητα. Η επεξεργασία αυτή εφαρμόζεται σε πολλούς τομείς. δ. αερίων.Πραγματοποιείται είτε κατευθύνοντας τον αέρα, που περιέχει πολύ λεπτές σκόνες, να περάσει… …   Dictionary of Greek

  • εγγλύφανο — το οδοντιατρικό εργαλείο για την απόξεση τερηδονισμένης κοιλότητας δοντιού …   Dictionary of Greek

  • εκκοπή — η (AM ἐκκοπή) εκβολή, αποκοπή αρχ. μσν. φρ. «ἐκκοπὴ πάθους» κόψιμο ή εγκατάλειψη πάθους, κακής συνήθειας κ.λπ. μσν. σφαγή αρχ. 1. (για δέντρο) κόψιμο από τη ρίζα 2. αποκοπή πλευρών 3. ακρωτηριασμός, κολόβωμα 4. απόξεση 5. αφαίρεση ακίδας βέλους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”